Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφόρμισις — ὕφορμος anchorage fem nom sg ὑφόρμισις harbour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφόρμισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑφορμίζω] 1. προσόρμιση πλοίου 2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι … Dictionary of Greek